διπλοῖ

διπλοῖ
διπλόος
twofold
masc nom/voc pl (attic)
διπλόω
repeat
pres ind mp 2nd sg
διπλόω
repeat
pres opt act 3rd sg
διπλόω
repeat
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διπλοί — διπλός masc nom/voc pl διπλόω repeat pres subj mp 2nd sg διπλόω repeat pres ind mp 2nd sg διπλόω repeat pres subj act 3rd sg διπλοί , διπλοίς double cloak fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλοί αστέρες — (Αστρον.). Οι αστέρες που, ενώ όταν παρατηρούνται με γυμνό μάτι φαίνονται απλοί, με τη χρήση τηλεσκοπίου ή άλλης μεθόδου αποκαλύπτεται ότι αποτελούν ομάδα από δύο ή τρία ουράνια σώματα. Αυτό συμβαίνει επειδή βρίσκονται περίπου στην ίδια οπτική… …   Dictionary of Greek

  • BINARIAE formae — apud Ael. Lamprid. in Alexandro Severo, c. 39.Formas binarias, ternarias et quaternarias, et denarias etiam, atque amplius usque ad bilibres quoque et centenarias resotvi praecepit: Viris doctis sunt nummi binis aureis valentes. Salmas. vero… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DUPLIONES — in Glossis, διπλοῖ sunt, qui alias binarii dicebantur, ut Graecis διπλοῖ χρύσινοι, seu δίχρυσοι, quasi duplices aurei. Salmas. ad Lamprid. in Alex. Seu …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SARISSA — Festo Pompeio l. 17. hasta fuit Macedonica. Liv. Dec. 4. l. 7. Ibi simul perturbati ordines et imperditus incursus suorum usus praelongarum hastarum (Sarissas vocant Macedones) intuleree signa Romanae legiones, et pila inter turbatos coniecere.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIMPLICES — apud Arnobium adv. Gent. l. 2. ut quae (animae) fuerant simplices et bonitatis innoxiae; eaedem cum bonis. Sic au tem dicuntur homines aperti, et in quibus fallaciae nihil, nec malitiae inest quidquam. Cic. de Offic. l. 1. Ita viros, fortes et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • κνώδων — κνώδων, οντος, ὁ (Α) 1. (κυρίως στον πληθ.) οί κνώδοντες καθεμιά από τις δύο οδοντοειδείς προεξοχές τής αιχμής τού δόρατος («τὰ δὲ προβόλια, πρῶτον μὲν λόγχας ἔχοντα, κατά δὲ μέσον τὸν καυλὸν κνώδοντας», Ξεν.) 2. το ξίφος («πῶς σ ἀποσπάσω πικροῦ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”